- δαιμονιακός
- -ή, -ό (AM δαιμονιακός, -ή, -όν)αυτός που προκαλείται από τον δαίμονανεοελλ.1. ο σχετικός με τους δαίμονες, ο αναφερόμενος σ' αυτούς («πρόληψη δαιμονιακή»).2. ο δαιμόνιος, ο ευφυής3. (για πρόσωπα και καταστάσεις) ο κακός, ο εμπαθής, ο μανιώδης4. το ουδ. ως ουσ. ο δαίμοναςαρχ.-μσν.δαιμονικός.
Dictionary of Greek. 2013.